- υαλογραφώ
- υαλογράφησα, υαλογραφήθηκα, υαλογραφημένος, μτβ., κατασκευάζω υαλογραφήματα (βλ. λ.), διακοσμώ με υαλογραφία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υαλογραφώ — Ν [υαλογράφος] φιλοτεχνώ υαλογραφήματα, διακοσμώ μια επιφάνεια με υαλογραφία … Dictionary of Greek
υαλογράφημα — Λέγεται και βιτρώ (vitraux), από τη γαλλική λέξη vitrail στον πληθυντικό της. Το υ., βυζαντινή εφεύρεση του 4ου ή 5ου αι., θριάμβευσε στη δυτική αρχιτεκτονική όταν επικράτησε ο γοτθικός ρυθμός. Αν και δεν ήταν άγνωστο στους ρομανικούς καλλιτέχνες … Dictionary of Greek